ΓΕΝΙΚΑ: Κήλη είναι κάθε πρόπτωση και προβολή ενδοκοιλιακού σπλάχνου, ή συνηθέστερα, τμήματος αυτού εκτός της συνήθους ανατομικής θέσεώς του, μέσω ενός φυσιολογικού ή παθολογικού στομίου. Η κήλη γίνεται εύκολα αντιληπτή από τον ασθενή σαν διόγκωση, που αρχικά ανατάσσεται εύκολα. Στις περιπτώσεις που το περιεχόμενο της κήλης δεν ανατάσσεται, μιλάμε για μη ανατασσόμενη κήλη και απαιτείται άμεση χειρουργική αντιμετώπιση, λόγω της επερχόμενης ισχαιμίας και νέκρωσης του εντέρου ( περιεσφιγμένη κήλη). Στην τελευταία περίπτωση η επέμβαση πρέπει να εκτελεστεί το πολύ μέσα σε έξι ώρες από την εκδήλωση των συμπτωμάτων, διαφορετικά μπορεί να χρειαστεί αφαίρεση νεκρωμένου τμήματος εντέρου ή μπορεί να προκληθεί περιτονίτιδα.
Βουβωνοκήλη
Η πλέον συχνή μορφή κήλης είναι η βουβωνοκήλη. Παρουσιάζεται στην περιοχή της βουβωνικής χώρας και στις δύο πλευρές με μεγαλύτερη συχνότητα στους άνδρες από τις γυναίκες. Στην περίπτωση της βουβωνοκήλης δημιουργείται αδυναμία και ρήξη ακολούθως των τοιχωμάτων της βουβωνικής χώρας με επακόλουθο προβολής σπλάχνου. Η πρόπτωση ενδοκοιλιακών οργάνων/ιστών συντελείται στον βουβωνικό πόρο, στην περιοχή ακριβώς πάνω από τον μηρό.
Ο βουβωνικός πόρος αποτελεί ένα κανάλι ανάμεσα στις στρώσεις των μυών του κοιλιακού τοιχώματος, από το οποίο διέρχονται φυσιολογικά διάφορες ανατομικές δομές προερχόμενες και μέσα από την περιτοναϊκή κοιλότητα: αιμοφόρα αγγεία, λεμφαγγεία, νεύρα, ο σπερματικός τόνος (στον άντρα) κ.ά. Μέσα από τον βουβωνικό πόρο συντελείται κατά την εμβρυϊκή ηλικία και η κάθοδος των όρχεων στο όσχεο (σάκος που περιέχει τους όρχεις).
Στη γυναίκα η βουβωνοκήλη είναι πολύ πιο σπάνια από τον άνδρα, και παρουσιάζεται παρομοίως είτε σαν ευθεία είτε σαν λοξή βουβωνοκήλη, με την διαφορά ότι στην λοξή γυναικεία κήλη, το σπλάχνο ακολουθεί την πορεία του στρογγυλού συνδέσμου της μήτρας, με επακόλουθη πορεία προς το αιδοίο.
Συμπτώματα της βουβωνοκήλης, διάγνωση και θεραπεία
Η βουβωνοκήλη μπορεί να δημιουργηθεί σε όλες τις ηλικίες, εξαιτίας συγγενών (εκ γενετής, κληρονομικότητα) αλλά και επίκτητων παραγόντων όπως:
- Ανατομικές διαταραχές: π.χ. ασθενές – ευρύ έσω στόμιο βουβωνικού πόρου
- Δομικές διαταραχές: π.χ. διαταραχή σύνθεσης – αποδόμησης του κολλαγόνου του συνδετικού ιστού
- Καταστάσεις που προκαλούν αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης(παχυσαρκία, χρόνιος βήχας, δυσκοιλιότητα, εγκυμοσύνη, άρση βαρέων αντικειμένων κλπ.)
Τα συμπτώματα της βουβωνοκήλης, είναι η παρουσία μυϊκού άλγους (πιάσιμο μυών), πολλές φορές “καυστικού” στην περιοχή, οφειλόμενου στην μυϊκή “απόσχιση” που συμβαίνει στην περιοχή, που ακολουθεί αργότερα από την παρουσία μικρού “ογκιδίου” στην περιοχή (μικρού αυγού), το οποίο ανησυχεί τον ασθενή και τον προβληματίζει για την αιτιολογία του.
Τυπικό σύμπτωμα της βουβωνοκήλης είναι η τοπική διόγκωση στην βουβωνική χώρα συχνά συνδυαζόμενη με ήπιο ή και εντονότερο πόνο, ο οποίος επιδεινώνεται με την αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης (βήχας, γέλιο, σωματική άσκηση κλπ.) ή και με τις κινήσεις του εντέρου.
Η κήλη μπορεί να είναι ‘ανατάξιμη’, δηλαδή να είναι δυνατή η επαναφορά του περιεχομένου στην κοιλιά, οπότε η διόγκωση μπορεί και να εξαφανίζεται παροδικά αναλόγως την θέση του ατόμου.
Σε άλλες περιπτώσεις δεν είναι ορατή καμία διόγκωση και η βουβωνοκήλη γίνεται αισθητή μόνο μέσω του πόνου, ενώ αρκετές φορές δεν παρουσιάζει καθόλου ενοχλήσεις και η διάγνωσή της γίνεται τυχαία κατά την κλινική εξέταση από τον γιατρό.
Στην περίπτωση της οσχεοβουβωνοκήλης, ενδοκοιλιακά όργανα/ιστοί (π.χ. εντερικές έλικες) φτάνουν διαμέσου του βουβωνικού πόρου μέχρι το όσχεο στους άντρες ή τα μεγάλα χείλη στις γυναίκες, οπότε παρατηρείται διόγκωση, πόνος ακόμα και εντερικοί ήχοι στις περιοχές αυτές.
Η εξέλιξη της βουβωνοκήλης συνήθως είναι προδιαγεγραμμένη. Υπάρχει μία σταδιακή αύξηση του μεγέθους της, που οφείλεται στην συνεχή αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση η οποία προωθεί συνεχώς τα σπλάχνα προς τα έξω. Αυτή η πίεση πολλές φορές αυξάνεται κατακόρυφα και τα αίτια είναι:
- Άρση βάρους, απότομες κινήσεις, χειρωνακτική εργασία.
- Επίμονος βήχας, αναπνευστική λοίμωξη, φτάρνισμα..
- Επίμονος δυσκοιλιότητα…
Τα συμπτώματα επίσης συνεχίζονται, με επίταση του πόνου, της δυσφορίας, αλλά και άλλων σημείων όπως:
- Γαστρεντερικές διαταραχέςκαι άτυπα κοιλιακά άλγη (όταν εγκλωβίζεται λεπτό έντερο ή επίπλουν).
- Δυσκοιλιότητα(όταν εγκλωβίζεται το σιγμοειδές τμήμα του παχέος εντέρου)
- Δυσουρία– συχνουρία (όταν συμμετέχει τμήμα της ουροδόχου κύστης).
Πόνος στην αριστερή βουβωνική χώρα.
Σύνηθες σύμπτωμα της αριστερής βουβωνοκήλης είναι ο πόνος. Στην περίπτωση αυτή το ιδιαίτερο της αριστερής μεριάς είναι η δίοδος τμήματος του παχέος εντέρου και ειδικά του σιγμοειδούς, που μπορεί να προκαλέσει και πρόβλημα στις κενώσεις. Υποτροπιάζουσα δυσκοιλιότητα, φουσκώματα στην κοιλιά και μετεωρισμό.
Πόνος στην δεξιά βουβωνική χώρα.
Σύνηθες σύμπτωμα της δεξιάς βουβωνοκήλης είναι επίσης ο πόνος. Στην περίπτωση αυτή το ιδιαίτερο της δεξιάς μεριάς είναι η δίοδος τμήματος έλικας του λεπτού εντέρου ή του επιπλόου, που μπορεί να προκαλέσει και πρόβλημα στην κοιλιά με κωλικοειδή άλγη, εμέτους, μετεωρισμό και συμπτώματα ατελούς ειλεού.
Κίνδυνοι – επιπλοκές της βουβωνοκήλης
Συχνά η βουβωνοκήλη είναι ‘μη ανατάξιμη’ (μη αναστρέψιμη), δηλαδή δεν είναι δυνατή η επαναφορά του προβάλλοντα περιτοναϊκού σάκου και του περιεχομένου του από τον βουβωνικό πόρο πίσω στην κοιλιά, λόγω συμφύσεων, αυξημένης μυϊκής τάσης ή και οιδήματος.
Κυρίως σε αυτές τις περιπτώσεις εγκυμονεί ο σοβαρότατος κίνδυνος της περίσφιξης της κήλης, μίας κατάστασης που μπορεί να οδηγήσει ραγδαία σε μόνιμη βλάβη ενδοκοιλιακών οργάνων και να απειλήσει ακόμα και την ζωή του ασθενούς. Η περίσφιγξη οδηγεί σε απόφραξη του σπλάχνου, που δε περίπτωση εντέρου, προκαλείται αποφρακτικός ειλεός.
Εάν για παράδειγμα περισφιχθούν εντερικές έλικες, μειώνεται ή και αναστέλλεται λόγω του οιδήματος η αιμάτωση του εντέρου, μία κατάσταση που οδηγεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς την απαραίτητη άμεση χειρουργική θεραπεία, σε φλεγμονή, περιτονίτιδα, απόφραξη του εντερικού σωλήνα ακόμα και νέκρωση του εντέρου.
Η περίσφιξη αποτελεί “επείγουσα χειρουργική πάθηση”, διότι θέτει σε κίνδυνο την αιμάτωση του σπλάχνου, δημιουργεί απόφραξη του εντερικού αυλού (ειλεός), και χρειάζεται άμεσα χειρουργική παρέμβαση εντός ελαχίστων ωρών, με στόχο την “απελευθέρωση” του σπλάχνου, την διάσωση αυτού, και ακολούθως την αποκατάσταση της κήλης.
Τα συμπτώματα μίας περισφιγμένης βουβωνοκήλης είναι συνήθως δραματικά: έντονος πόνος στην βουβωνική χώρα με προβολή στο όσχεο, την κοιλιά ή την πλάτη, πιθανή αναστολή αερίων, έμετοι, πυρετός, πτώση αρτηριακής πίεσης, σοκ κ.α.
Διαγνωστικές εξετάσεις βουβωνοκήλης
Για την διάγνωση της βουβωνοκήλης είναι κατά κύριο λόγο απαραίτητη η προσεκτική κλινική εξέταση από έμπειρο ιατρό, σε συνδυασμό με την αναλυτική καταγραφή των συμπτωμάτων και του ιστορικού του ασθενούς.
Η επιβεβαίωση της διάγνωσης πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο χειρουργό, ο οποίος μπορεί να προβεί σε μια αντικειμενική αξιολόγηση του μεγέθους και της ακριβούς τοποθεσίας της κήλης αλλά και να αποκλείσει άλλες συναφείς παθήσεις.
Σημαντική εξέταση αποτελεί το υπερηχογράφημα της βουβωνικής χώρας, το οποίο πρέπει να είναι “δυναμικό”, δηλαδή με αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, ούτως ώστε να φανεί ακόμη και η λανθάνουσα ή αρχόμενη κήλη. Σημαντικό είναι ότι στην εξέταση αυτή, μπορεί να ελεγχθεί και το όσχεο με αποτέλεσμα την συμπληρωματική διάγνωση για υδροκήλη, οσχεοκήλη ή και κιρσοκήλη.
Θεραπεία της βουβωνοκήλης
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η αποκατάσταση της βουβωνοκήλης μπορεί να γίνει μόνο με χειρουργικές μεθόδους. Η τακτική που ακολουθείται είναι απλή: έλεγχος και επαναφορά των προβαλλόμενων, εκτός θέσης οργάνων/ιστών στην σωστή ανατομική τους θέση (ανάταξη κήλης) με ταυτόχρονη διόρθωση του λόγου της μετακίνησής τους, δηλαδή την ενίσχυση του ασθενούς εκείνου σημείου, από το οποίο έχουν προβάλλει (αποκατάσταση κήλης).
Η χρήση ζώνης (κηλεπιδέσμου) δεν ενδείκνυται σε καμία περίπτωση για μακροχρόνια χρήση, ούτε για καν για μικρό χρονικό διάστημα. Ο κηλεπίδεσμος δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα, τουναντίον μπορεί και να το επιδεινώσει μετατρέποντας μία ανατάξιμη κήλη σε μη ανατάξιμη. Σε κάθε περίπτωση πάντως επιμηκύνει τη διάρκεια ύπαρξης μίας βουβωνοκήλης, μεγαλώνοντας έτσι την πιθανότητα περίσφιξης και άλλων επιπλοκών. Παράλληλα δημιουργεί συμφύσεις στον περιτοναϊκό σάκο, καθιστώντας την επέμβαση εξαιρετικά δυσκολότερη.
Για την αντιμετώπιση της βουβωνοκήλης εφαρμόζονται διάφορες χειρουργικές μέθοδοι, οι οποίες έχουν κοινό στόχο την πλήρη αποκατάσταση του ασθενούς με όσο το δυνατό λιγότερη επιβάρυνση και με την μικρότερη δυνατή πιθανότητα μετεγχειρητικών επιπλοκών ή μελλοντικής υποτροπής. Οι μέθοδοι αυτές μπορούν να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες:
Κλασικές – ανοικτές επεμβάσεις μέσω μικρής τομής στην βουβωνική χώρα υπό τοπική, ραχιαία ή γενική αναισθησία:
- χωρίς ενίσχυση των κοιλιακών τοιχωμάτων (παιδοχειρουργική)
- με ενίσχυση των κοιλιακών τοιχωμάτων μέσω διάφορων τεχνικών συρραφής, χρησιμοποιώντας τους ίδιους τους ιστούς του ασθενούς (αποκατάσταση υπό τάση χωρίς πλέγμα, π.χ. μέθοδος Shouldice)
- με ενίσχυση των κοιλιακών τοιχωμάτων με ειδικό συνθετικό πλέγμα (αποκατάσταση χωρίς τάση με πλέγμα, π.χ. μέθοδος Lichtenstein)
Ελάχιστα επεμβατικές – Λαπαροσκοπικές επεμβάσεις με χρήση ειδικών εργαλείων και κάμερας (οπτικής) μέσω μικρότερων τομών στο δέρμα συνήθως υπό γενική αναισθησία
- Λαπαροσκοπική τεχνική TEP διαμέσου των μυϊκών στρωμάτων του κοιλιακού τοιχώματος, χωρίς πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα (ολική εξωπεριτοναϊκή αποκατάσταση)
- Λαπαροσκοπική τεχνική TAPP με πρόσβαση στην περιτοναϊκή κοιλότητα (διακοιλιακή προπεριτοναϊκή αποκατάσταση)
Επιπλοκές
Έχει αποδειχθεί ότι κατά την διάρκεια ή μετά το πέρας της χειρουργικής αποκατάστασης της βουβωνοκήλης η πιθανότητα σοβαρών επιπλοκών είναι εξαιρετικά μικρή. Είναι αυτονόητο ότι η αποκατάσταση της κήλης προγραμματισμένα έχει πολύ μικρότερη πιθανότητα επιπλοκών από μία επείγουσα επέμβαση, λόγω περίσφιξης κήλης.
Οι επιπλοκές από την κλασική επέμβαση είναι περισσότερες, και αφορούν κυρίως τις εκ του τραύματος (συλλογή υγρού, αιμάτωμα, φλεγμονή κλπ), και εκ του τραυματισμού ή διατομής υποδερμάτιων νεύρων.
Η λαπαροσκοπική μέθοδος αποτελεί εξαιρετικά εξειδικευμένη επέμβαση, με μεγάλη καμπύλη εκμάθησης και πρέπει να επιτελείται από άριστα εκπαιδευμένη χειρουργική ομάδα. Οι επιπλοκές εκ του τραύματος είναι ανύπαρκτες, παραμένει μικρή πιθανότητα η νευραλγία των νεύρων της περιοχής (λαγονοϋπογάστριο κλπ), πράγμα που εξαρτάται απολύτως από την εμπειρία του χειρουργού και όχι από τη μέθοδο.
Μετά την αποκατάσταση βουβωνοκήλης.
Σε γενικές γραμμές η αποκατάσταση της βουβωνοκήλης με τις σύγχρονες επεμβατικές μεθόδους είναι ένα απόλυτα ασφαλές χειρουργείο. Η λαπαροσκοπική μέθοδος προσφέρει:
- Αμεση κινητοποίησητην ίδια ημέρα του ασθενούς, λήψη υγρών και σίτιση κανονικά, και ήπια αναλγησία επειδή ο ασθενής βιώνει ελάχιστο πόνο κυρίως ένα αίσθημα “πιασίματος” ή γυμναστικής των κοιλιακών μυών. Η ούρηση γίνεται ταχύτατα (δεν γινεται χρήση καθετήρων), και η έξοδος απο την κλινική γίνεται είτε το ίδιο βράδυ ή την επομένη ημέρα, έχοντας ο ασθενής μόνο τρία μικρά τραυμαπλάστ (δεν υπάρχουν ράμματα να κοπούν, διότι γίνεται ειδική ενδοδερμική πλαστική).
- Γρήγορη επάνοδοστην εργασία του ασθενούς, ειδικά αν πρόκειται για εργασία γραφείου όπου συνιστάται επιστροφή και σε τρείς ημέρες. Επιπλέον μπορεί να οδηγήσει, να μετακινηθεί με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, και να επανέλθει στις δραστηριότητες του πλήρως, πλήν της άρσης βάρους. Το βάρος καλό θα είναι να περιοριστεί στα 5 κιλά τον πρώτο μήνα, και τα δέκα για τους επόμενους τρείς μήνες.
- Ταχύτατη επανασίτισηαπο την επόμενη ημέρα και καθαριότητα – ντούζ απο την επομένη ημέρα. Θαλάσσιο μπάνιο – πισίνα σε 10 ημέρες το πολύ.